Λέξη: μέλος
Σχετικές λέξεις: μέλος
μέλος δεπ, μέλος τεε, μέλος φάντασμα, μέλος εφορευτικής επιτροπής εκλογών 2014, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος εφορευτικής επιτροπής, μέλος εφορευτικής επιτροπής εκλογών, μέλος χρυσής αυγής, μέλος εφορευτικής επιτροπής 2014, μέλος ετυμολογια
Συνώνυμα: μέλος
άκρο, μέλος του σώματος, κλώνος δέντρου, αρμονία, ήχος, χαβάς, άσμα, ψαλμωδία, μελωδία, εταίρος, μέτοχος
Μεταφράσεις: μέλος
μέλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
limb, member, State, a member, States, State shall
μέλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
miembro, pene, socio, miembro de, miembros, elemento, miembro del
μέλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arm, mitglied, schenkel, ast, stab, penis, glied, gliedmaße, Mitglied, Mitgliedes, Element, Glied
μέλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rameau, adhérent, élément, affiliée, sociétaire, branche, pénis, affilié, membre, membre de, membres, organe
μέλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
membro, ramo, pene, componente, socio, arto, membro di, Stati, utente, dell'utente
μέλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lírio, sócio, derreter, membro, cidadão, membro do, membro do programa
μέλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
penis, lidmaat, aanhanger, lid
μέλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
концовка, ветвь, представитель, партнер, сотрудник, участник, лимб, член, элемент, ветка, сук, депутат
μέλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledd, medlem, lem
μέλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medlem, ledamot, lem, medlem i, medlems, Ledamot, medlemsstats
μέλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osanottaja, alkio, kalu, osallistuja, haara, oksa, jäsen, ruumiinjäsen, raaja, jäsenen, jäsenenä, jäseneksi, jäsenmuutokset
μέλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
penis, medlem, lem, medlemsstats, medlems-, bruger
μέλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
člen, příslušník, větev, členský, úd, článek, prvek, končetina, rameno, penis, členem, Členské, member
μέλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
człon, członek, składnik, poseł, kończyna, gałąź, konar, członkiem, Państwa, Użytkownik
μέλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végtag, testrész, tag, tagja, tagjának, member, tagál-
μέλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üye, penis, uzuv, organ, kamış, üyesi, Member, üyesidir, elemanı
μέλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
білосніжний, бездоганний, лілейно-білий, танути, член, членом
μέλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesëtar, anëtar, anëtare, anëtar i, anëtari, anëtare e
μέλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
член, пенис, държавите
μέλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
член, сябра, чалец, сябар, чэлес
μέλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
välisserv, jäse, liige, liikme, liikmeks, liikmena
μέλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
članica, članice, zastupnik, člana, raskomadati, ud, član, raščlaniti, ekstremitet, član članstvo, član članstvo da
μέλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðlimur, vera meðlimur, aðili, félagi
μέλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
varpa, narys, Valstybės, valstybė, narė, nariu
μέλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
penis, biedrs, loceklis, loceklim, dalībnieks, locekli
μέλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
член, членка, член на
μέλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
membru, penis, membre, membru al, membru de, Școlii
μέλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
člen, úd, článek, član, članice, članica, člana
μέλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
člen, úd, člena, členom, členského
Στατιστικά δημοτικότητας: μέλος
Τυχαίες λέξεις