Одухотворенный στα ελληνικά
Μετάφραση: одухотворенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνευματικός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буянить στα ελληνικά - συμπλέκομαι, πληθώρα, ταραχή, όργιο, κακοί τρόποι, καυγάδων
- возбужденно στα ελληνικά - heatedly, ζέση
- высокоуважаемый στα ελληνικά - αξιοσέβαστη, απολύτως σεβαστά, ιδιαίτερα σεβαστός, εξαιρετικά σεβαστό, άκρως σεβαστή
- дезориентировать στα ελληνικά - αποπροσανατολίσει, αποπροσανατολίσουν, να αποπροσανατολίσει, αποπροσανατολίσει τους, να αποπροσανατολίσει τους
Τυχαίες λέξεις
Одухотворенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνευματικός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά
Μεταφράσεις: πνευματικός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά