Одушевить στα ελληνικά
Μετάφραση: одушевить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензоколонка στα ελληνικά - σταθμός, βενζινάδικο, πρατήριο καυσίμων, πρατήριο, πρατήριο βενζίνης, βενζινάδικα
- болгарка στα ελληνικά - Βούλγαρος, βουλγαρική, Βουλγαρικά, βουλγαρικής, βουλγαρικές
- голубчик στα ελληνικά - περιστέρι, ζάχαρη, η αγάπη μου, αγάπη μου
- двигательный στα ελληνικά - μοτέρ, κινητήρας, κινητήρα, με κινητήρα, οχημάτων
Τυχαίες λέξεις
Одушевить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση
Μεταφράσεις: ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ζωντανεύουν, προσδώσετε κίνηση