Ζωντανεύω στα ρωσικά
Μετάφραση: ζωντανεύω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
живой, одушевлять, оживить, одушевить, одушевленный, оживлять, живить, веселить, развеселить
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζωντανεύω
ζωντανεύω τη μορφή σου έτσι μόνο ζω μαζί σου, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω συνώνυμα, ζωντανεύω λεξικό γλώσσας ρωσικά, ζωντανεύω στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ζωηρός στα ρωσικά - оживленный, бодрый, прыткий, жизнерадостный, подвижный, живой, веселый, ...
- ζωντάνια στα ρωσικά - живость, изобилие, веселость, оживленность, бойкость, оживление, юркость, ...
- ζωντανός στα ρωσικά - прямой, непогасший, парной, питаться, реальный, засиживаться, действующий, ...
- ζωτικός στα ρωσικά - критичный, критический, безотлагательный, горнило, спешный, энергичный, неотложный, ...
Τυχαίες λέξεις
Ζωντανεύω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: живой, одушевлять, оживить, одушевить, одушевленный, оживлять, живить, веселить, развеселить
Μεταφράσεις: живой, одушевлять, оживить, одушевить, одушевленный, оживлять, живить, веселить, развеселить