Оживить στα ελληνικά
Μετάφραση: оживить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, ζωηρεύω, ζωντανέψουν, ζωντανέψει επάνω, ζωντανέψουν επάνω, να ζωντανέψουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вирши στα ελληνικά - άτεχνη ποίηση
- воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
- воспалительный στα ελληνικά - εμπρηστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
- гидроэлектрический στα ελληνικά - υδροηλεκτρικός, υδροηλεκτρικών, υδροηλεκτρική, υδροηλεκτρικής, υδροηλεκτρικού
Τυχαίες λέξεις
Оживить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, ζωηρεύω, ζωντανέψουν, ζωντανέψει επάνω, ζωντανέψουν επάνω, να ζωντανέψουν
Μεταφράσεις: ζωντανεύω, εμψυχώνω, έμψυχος, ζωηρεύω, ζωντανέψουν, ζωντανέψει επάνω, ζωντανέψουν επάνω, να ζωντανέψουν