Окаменелый στα ελληνικά

Μετάφραση: окаменелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατάραχος, απολίθωμα, απαθής, απολιθωμένα, απολιθωμένο, απολιθωμένη, απολιθωμένων, απολιθωμένου
Окаменелый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бейсбол στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, μπέιζμπολ, του μπέιζμπολ, baseball, το μπέιζμπολ
  • выцвести στα ελληνικά - ξεθωριάζω, ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
  • граничащий στα ελληνικά - διπλανός, παρακείμενα, διπλανό, όμορες, παρακείμενων, παρακείμενες
  • директива στα ελληνικά - ηγούμαι, οδηγία, οδηγός, κατεύθυνση, μόλυβδος, λουρί, οδηγίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Окаменелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατάραχος, απολίθωμα, απαθής, απολιθωμένα, απολιθωμένο, απολιθωμένη, απολιθωμένων, απολιθωμένου