Оккупант στα ελληνικά
Μετάφραση: оккупант, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, κάτοχος, κατακτητή, κάτοχο, κατακτητής, ενοίκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благовидность στα ελληνικά - αληθοφάνεια, αληθοφάνειας, εύλογο, ευλογοφάνεια, λογικότητας
- бытовать στα ελληνικά - συμβαίνω, υπάρχω, επικρατήσει, επικρατήσουν, υπερισχύουν, υπερισχύει, επικρατούν
- виток στα ελληνικά - στρίβω, ελικοειδής, κουλούρα, στροφή, άνεμος, αιολική, πηνίο, ...
- гребень στα ελληνικά - κορόνα, κορυφή, αγκάθι, οικόσημο, υποστηρίζω, στέμμα, κορώνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Оккупант στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, κάτοχος, κατακτητή, κάτοχο, κατακτητής, ενοίκου
Μεταφράσεις: εισβολέας, κάτοχος, κατακτητή, κάτοχο, κατακτητής, ενοίκου