Оклеветать στα ελληνικά
Μετάφραση: оклеветать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веретенообразный στα ελληνικά - ψιλόλιγνος, ψηλόλιγνες, ατρακτοειδή, spindly, βελονοειδή
- жениться στα ελληνικά - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
- жиронепроницаемый στα ελληνικά - λαδόχαρτο, αντικολλητικό, αδιαπέραστο σε λιπαρές, αδιαπέραστος από λιπαρές ουσίες, από λιπαρές ουσίες
- заблагорассудиться στα ελληνικά - σαν, συμπαθώ, έρχομαι, νομίζω, σκέφτομαι, σκέπτομαι, όπως, ...
Τυχαίες λέξεις
Оклеветать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Μεταφράσεις: δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν