Λέξη: φυτώριο

Σχετικές λέξεις: φυτώριο

φυτώριο πειραιάς, φυτώριο αθήνα, φυτώριο θεσσαλονίκη, φυτώριο αντεμισάρη, φυτώριο νησιώτης, φυτώριο περιστέρι, φυτώριο online, φυτώριο γεωπονικού πανεπιστημίου αθηνών, φυτώριο αμπέλου, φυτώριο ξενούλης

Συνώνυμα: φυτώριο

βρεφοκομείο, φυτοκομείο, βρεφικός σταθμός, βρεφικό δωμάτιο, δωμάτιο παιδιών, εκπαιδευτήριο, θεολογική σχολή, σπουδαστήριο

Μεταφράσεις: φυτώριο

φυτώριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nursery, nursery garden, seed bed, incubator, the nursery

φυτώριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vivero, guardería, cuarto de niños, viveros, nursery

φυτώριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
treibhaus, gewächshaus, kinderzimmer, Kindergarten, Gärtnerei, Baumschule, Kinderzimmer

φυτώριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mangeoire, pépinière, pouponnière, serre, crèche, maternelle, garderie, pépinières

φυτώριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vivaio, nursery, asilo, scuola materna, materna

φυτώριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
berçário, viveiro, infantário, creche, maternal

φυτώριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwekerij, kinderkamer, boomkwekerij, kinderdagverblijf, kinderopvang

φυτώριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
питомец, детская, ясли, садок, теплица, питомник, заповедник, червоводня, инкубатор, рассадник, Nursery, питомника

φυτώριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barnehage, barnehagen, barnehager, nursery, barnestue

φυτώριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plantskola, barnkammare, dagis, barnkammaren, plantskolan

φυτώριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansari, taimitarha, taimisto, päiväkoti, lastentarha, taimitarhan, nursery

φυτώριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
planteskole, børnehave, børnehaven, gartneriet, børneværelset

φυτώριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jesle, semeniště, školka, mateřská, školky, mateřské, MŠ

φυτώριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żłóbek, szkółka, szkółkowanie, ochronka, żłobek, przedszkole, przedszkola, szkółki

φυτώριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyermekszoba, óvoda, óvodai, faiskolai, gyerekszobában, bölcsődei

φυτώριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kreş, fidanlık, anaokulu, hemşirelik, fidan

φυτώριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рибник, ясла, дитяча, малеча, інкубатор, розплідник, Питомник, розсадник

φυτώριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fidanishte, çerdhe, fëmijë, për fëmijë, kopshtit

φυτώριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
детска стая, разсадник, детска градина, детската стая, ясла

φυτώριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гадавальнік, пітомнік

φυτώριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lastetuba, taimekool, lasteaed, lasteaia, puukooli, noorkalade

φυτώριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inkubator, jaslice, vrtić, rasadnik, dječji vrtić, nursery

φυτώριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leikskólanum, leikskóla, leikskólinn, Leikskóli, Nursery

φυτώριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiltnamis, medelynas, vaikų lopšelis, vaikų darželio, darželio, vaikų darželis

φυτώριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
siltumnīca, inkubators, bērnu istaba, bērnudārzos, bērnudārzs, bērnistaba

φυτώριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
градинка, расадник, расадникот, градинката, детски

φυτώριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pepinieră, grădiniță, creșă, gradinita, pepiniera

φυτώριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrtec, drevesnica, nursery, odraščanja, vzgajališče

φυτώριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škôlka, školka, škĂ'lka

Στατιστικά δημοτικότητας: φυτώριο

Τυχαίες λέξεις