Оковывать στα ελληνικά
Μετάφραση: оковывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεδικλώνω, βούλα, δένω, φώκια, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, okovyvat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бактериальный στα ελληνικά - βακτηριακός, βακτηριακή, βακτηριακών, βακτηριακής, βακτηριακά
- благотворный στα ελληνικά - επωφελής, υγιεινός, θρεπτικός, ωφέλιμος, ευεργετικός, αγαθόεργος, αγαθοεργοί, ...
- девчата στα ελληνικά - κορίτσια, τα κορίτσια, κοριτσιών, κορίτσια που, των κοριτσιών
- заактировать στα ελληνικά - άμβλυναν, dulled, αμβλείες, θαμπώσει, θαμπώνουν οι
Τυχαίες λέξεις
Оковывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεδικλώνω, βούλα, δένω, φώκια, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, okovyvat
Μεταφράσεις: πεδικλώνω, βούλα, δένω, φώκια, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, okovyvat