Окоченевший στα ελληνικά

Μετάφραση: окоченевший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, σκέτος, μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Окоченевший στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • артикулировать στα ελληνικά - έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
  • батя στα ελληνικά - πατέρας, μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad
  • беспощадно στα ελληνικά - χωρίς, άνευ, απλόχερα, αφειδώς, χωρίς φειδώ, φειδώ, απλόχερα η
  • верба στα ελληνικά - ιτιά, μουνί, μουνάκι, το μουνί, γάτα, μουνί της
Τυχαίες λέξεις
Окоченевший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, σκέτος, μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν