Окупать στα ελληνικά
Μετάφραση: окупать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρώνω, καλύπτω, πληρωμή, αμοιβή, αποσβέσει, απόσβεση, αποσβέσουν, ανακτήσουν, ανακτήσει
Μεταφράσεις
- блистательный στα ελληνικά - καταπληκτικός, εξαίσιος, έξοχος, στιλπνός, έξοχα, λαμπερός, γυαλιστερός, ...
- бугорчатый στα ελληνικά - σιδηματώδης, κονδυλόρριζων, κονδυλώδη, κονδυλώδεις, κονδυλωδών
- выпукло-вогнутый στα ελληνικά - κυρτο, κυρτού, σχήμα κυρτού
- гуано στα ελληνικά - γκουανό, το γκουανό, γουανό, guano
Τυχαίες λέξεις
Окупать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρώνω, καλύπτω, πληρωμή, αμοιβή, αποσβέσει, απόσβεση, αποσβέσουν, ανακτήσουν, ανακτήσει
Μεταφράσεις: πληρώνω, καλύπτω, πληρωμή, αμοιβή, αποσβέσει, απόσβεση, αποσβέσουν, ανακτήσουν, ανακτήσει