Оледенеть στα ελληνικά
Μετάφραση: оледенеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταψύχω, παγώνω, κρουσταλλιάζω, oledenet
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ах στα ελληνικά - αχ, ah
- бездонный στα ελληνικά - απύθμενος, άπατος, φοβερός, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, πάτο
- виг στα ελληνικά - άγγλος φιλελεύθερος, Whig, Ουίγων
- воспроизводство στα ελληνικά - αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, η αναπαραγωγή, της αναπαραγωγής
Τυχαίες λέξεις
Оледенеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταψύχω, παγώνω, κρουσταλλιάζω, oledenet
Μεταφράσεις: καταψύχω, παγώνω, κρουσταλλιάζω, oledenet