Онтогенез στα ελληνικά
Μετάφραση: онтогенез, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ανάπτυξη, οντογένεση, οντογένεσης, ontogeny, οντογονίας, οντογενέσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валовой στα ελληνικά - πρόστυχος, ακαθάριστος, αισχρός, χοντρός, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
- грехопадение στα ελληνικά - πέφτω, εκπίπτω, πτώση, πτώση του ανθρώπου, πτώσιν του ανθρώπου, πτώση του ανθρώπου εμφανίσθηκαν
- грохать στα ελληνικά - σταγόνα, μειώνομαι, ρανίδα, κτύπημα, Έκρηξη, κτυπήσει, χτυπάτε, ...
- дентальный στα ελληνικά - οδοντικός, οδοντιατρικός, οδοντιατρική, οδοντιατρικών, οδοντιατρικές
Τυχαίες λέξεις
Онтогенез στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, οντογένεση, οντογένεσης, ontogeny, οντογονίας, οντογενέσεως
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, οντογένεση, οντογένεσης, ontogeny, οντογονίας, οντογενέσεως