Операция στα ελληνικά
Μετάφραση: операция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκπεραίωση, λειτουργία, συναλλαγή, εγχείρηση, επιχείρηση, νταραβέρι, δοσοληψία, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белоруска στα ελληνικά - Λευκορωσικά, Λευκορωσίας, λευκορωσικές, της Λευκορωσίας, λευκορωσική
- бессвязность στα ελληνικά - ασυναρτησία, ασυνέπεια, έλλειψη συνοχής, έλλειψης συνοχής, ασυνέπειας
- бинарный στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
- дезодорант στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητικά, αποσμητικού, αποσμητική, αποσμητικές
Τυχαίες λέξεις
Операция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκπεραίωση, λειτουργία, συναλλαγή, εγχείρηση, επιχείρηση, νταραβέρι, δοσοληψία, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Μεταφράσεις: διεκπεραίωση, λειτουργία, συναλλαγή, εγχείρηση, επιχείρηση, νταραβέρι, δοσοληψία, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη