Опережение στα ελληνικά
Μετάφραση: опережение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Μεταφράσεις
- высвободить στα ελληνικά - απαλλάσσω, εξαγοράζω, αποδεσμεύω, αυτεξούσιος, τσάμπα, αθωώνω, δωρεάν, ...
- диоптр στα ελληνικά - ανεμοδείκτης, πτερύγιο, διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
- директорский στα ελληνικά - προεδρικός, διευθυντικός, σκηνοθετικό, Το σκηνοθετικό, σκηνοθετική, σκηνοθετικής, σκηνοθετικό του
- духи στα ελληνικά - μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, ευωδιά, οσμή, αρώματος, αρώματα, ...
Τυχαίες λέξεις
Опережение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Μεταφράσεις: προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει