Опереть στα ελληνικά

Μετάφραση: опереть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, κλίνω, άπαχος, ακουμπώ, στη βάση, στην βάση, προς τη βάση, στη βάση του
Опереть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бемоль στα ελληνικά - επίπεδος, διαμέρισμα, επίπεδα, επίπεδης, επίπεδη
  • вырубать στα ελληνικά - έπεσα, κόβω, περικόψει, κόβονται, περιορίσει, μειώσει, μειώσουν
  • десятиборье στα ελληνικά - δέκαθλο, Decathlon, δεκάθλου, του δεκάθλου, στο δέκαθλο
  • должное στα ελληνικά - απαιτούμενος, πρέπων, φόρος, φόρο τιμής, αφιέρωμα, φόρος τιμής, αφιερώματος
Τυχαίες λέξεις
Опереть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, κλίνω, άπαχος, ακουμπώ, στη βάση, στην βάση, προς τη βάση, στη βάση του