Опоражнивание στα ελληνικά
Μετάφραση: опоражнивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπυρσοκρότηση, απολύω, άφεση, εκροή, κένωση, άδειασμα, εκκένωση, το άδειασμα, την εκκένωση
Μεταφράσεις
- бактерицидный στα ελληνικά - βακτηριοκτόνο, βακτηριοκτόνου, βακτηριοκτόνος, βακτηριοκτόνες, βακτηριοκτόνα
- балалайка στα ελληνικά - μπαλαλάικα, Balalaika
- взметнуть στα ελληνικά - φτεροκοπώ, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
- выгружаться στα ελληνικά - αδειάζω, ξεφορτώνω, αποβιβάζομαι, αποβιβάζω, αποφλοίωση της, κάνουν απόβαση, την αποφλοίωση της
Τυχαίες λέξεις
Опоражнивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπυρσοκρότηση, απολύω, άφεση, εκροή, κένωση, άδειασμα, εκκένωση, το άδειασμα, την εκκένωση
Μεταφράσεις: εκπυρσοκρότηση, απολύω, άφεση, εκροή, κένωση, άδειασμα, εκκένωση, το άδειασμα, την εκκένωση