Опорочивать στα ελληνικά

Μετάφραση: опорочивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, μαγαρίζω, villainize
Опорочивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • босоножки στα ελληνικά - σανδάλια, Sandals, πέδιλα, τα σανδάλια, σανδαλιών
  • вдова στα ελληνικά - χήρα, χήρας, χηρείας, η χήρα, χήρα του
  • вооружать στα ελληνικά - όπλο, μπράτσο, χέρι, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
  • всматриваться στα ελληνικά - περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Опорочивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, μαγαρίζω, villainize