Определение στα ελληνικά
Μετάφραση: определение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραντεβού, πρόκριση, ορισμός, εύρημα, συνάντηση, ταυτότητα, αξιολόγηση, διορισμός, αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арабский στα ελληνικά - αραβούργημα, αραβικός, Αραβικά, αραβική, Arabic, Αραβικό
- арматурщик στα ελληνικά - τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher
- воевода στα ελληνικά - ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγήτορας, κυβερνήτης, Διοικητή, Διοικητής, ...
- жратва στα ελληνικά - χλεύη, μάσα, χλευασμός, scoff, η χλευασμός
Τυχαίες λέξεις
Определение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραντεβού, πρόκριση, ορισμός, εύρημα, συνάντηση, ταυτότητα, αξιολόγηση, διορισμός, αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Μεταφράσεις: ραντεβού, πρόκριση, ορισμός, εύρημα, συνάντηση, ταυτότητα, αξιολόγηση, διορισμός, αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό