Оптация στα ελληνικά
Μετάφραση: оптация, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιλογή, δυνατότητα, την επιλογή, η επιλογή, επιλογής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- визгливый στα ελληνικά - διαπεραστικός, τριζάτος, τραχύς, οξύς
- владелец στα ελληνικά - κύριος, κτήτορας, χειριστής, κάτοχος, κυρίαρχος, άρχοντας, νοικάρης, ...
- гласит στα ελληνικά - διαβάζει, έχει, ορίζει, αναφέρει, έχει ως εξής
- завет στα ελληνικά - διαθήκη, συμβόλαιο, σύμφωνο, σύμβαση, διαθήκης
Τυχαίες λέξεις
Оптация στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιλογή, δυνατότητα, την επιλογή, η επιλογή, επιλογής
Μεταφράσεις: επιλογή, δυνατότητα, την επιλογή, η επιλογή, επιλογής