Опухоль στα ελληνικά
Μετάφραση: опухоль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, κύρτωμα, βώλος, πρήξιμο, κραδασμός, καρούμπαλο, όγκος, ανάπτυξη, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бомбардировщик στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
- деклассированный στα ελληνικά - λούμπεν
- дувр στα ελληνικά - Ντόβερ, Dover, του Ντόβερ, το Ντόβερ, το Dover
- журчание στα ελληνικά - φλυαρώ, κυμάτισμα, ασυναρτησίες, μουρμουρίζω, κελαρύζω, τρίζω, κυματισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Опухоль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, κύρτωμα, βώλος, πρήξιμο, κραδασμός, καρούμπαλο, όγκος, ανάπτυξη, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων
Μεταφράσεις: εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, κύρτωμα, βώλος, πρήξιμο, κραδασμός, καρούμπαλο, όγκος, ανάπτυξη, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων