Опытный στα ελληνικά
Μετάφραση: опытный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξεζητημένος, σοφιστικέ, καλλιεργημένος, έντεχνος, προχωρημένος, ειδικός, επιτήδειος, δειλός, εμπειρογνώμονας, ικανός, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выхухоль στα ελληνικά - μοσχοπόντικος, μοσχοπόντικου, muskrat, μοσχόμυων, μοσχοπόντικας
- гей στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
- голубой στα ελληνικά - γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
- дружеский στα ελληνικά - κοινωνικός, φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
Τυχαίες λέξεις
Опытный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξεζητημένος, σοφιστικέ, καλλιεργημένος, έντεχνος, προχωρημένος, ειδικός, επιτήδειος, δειλός, εμπειρογνώμονας, ικανός, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
Μεταφράσεις: εξεζητημένος, σοφιστικέ, καλλιεργημένος, έντεχνος, προχωρημένος, ειδικός, επιτήδειος, δειλός, εμπειρογνώμονας, ικανός, επιδέξιος, εμπειρογνώμων, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο