Ортодоксальный στα ελληνικά

Μετάφραση: ортодоксальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης
Ортодоксальный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блокгауз στα ελληνικά - φυλάκιο, οχυρό, blockhouse, οχυρού
  • возносить στα ελληνικά - σηκώνω, βελτιώνω, ανυψώνω, υψώνω, ανατρέφω, πισινός, προσφορά, ...
  • воспрепятствовать στα ελληνικά - προλαβαίνω, παρακωλύω, ένσταση, παρεμποδίζω, αποτρέπω, περιορίζω, εμποδίζω, ...
  • гостеприимство στα ελληνικά - φιλοξενία, φιλοξενίας, τη φιλοξενία, της φιλοξενίας, την φιλοξενία
Τυχαίες λέξεις
Ортодоксальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης