Орудовать στα ελληνικά
Μετάφραση: орудовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, αφεντικό, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χερούλι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвкусие στα ελληνικά - ανούσιο, αηδία, ανοστιά
- бесцеремонный στα ελληνικά - θαρραλέος, έντονος, γενναίος, μπροστινός, μπρος, εμπρός, τόλμημα, ...
- вознаграждать στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, αμείβω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμείβω, αντισταθμίζω, ...
- гудящий στα ελληνικά - βουητό, humming, βουίσει, να βουίσει, βόμβος
Τυχαίες λέξεις
Орудовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, αφεντικό, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χερούλι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί
Μεταφράσεις: χρήση, αφεντικό, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, χερούλι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί