Освещение στα ελληνικά
Μετάφραση: освещение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξανθός, φωτίζω, κάλυψη, ανάβω, φωτερός, φωτισμός, ώρα, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вертикальный στα ελληνικά - κάθετος, ανεγείρω, τίμιος, αναστηλώνω, όρθιος, ορθώνω, δοκάρι, ...
- жертва στα ελληνικά - σάρκα, κρέας, βαθμός, σημαίνω, θυσιάζω, σημειώνω, θύμα, ...
- жуткий στα ελληνικά - παντοκράτορας, παντοδύναμος, άρρωστος, φοβερός, τρομακτικός, τρομερός, απόκοσμος, ...
- заборный στα ελληνικά - χυδαίος, αγροίκος, πρόστυχος, χονδροειδής, βάναυσος, φράκτης, φράχτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Освещение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξανθός, φωτίζω, κάλυψη, ανάβω, φωτερός, φωτισμός, ώρα, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού
Μεταφράσεις: ξανθός, φωτίζω, κάλυψη, ανάβω, φωτερός, φωτισμός, ώρα, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού