Ослабевать στα ελληνικά
Μετάφραση: ослабевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυδρός, μειώνω, σημαία, μπαϊράκι, κατακεραυνώνω, κοπάζω, βουλιάζω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, λιποθυμώ, κρεμάω, λάβαρο, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вынянчить στα ελληνικά - νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
- двукрылый στα ελληνικά - δίπτερος, δίπτερες, διπτέρων, δίπτερων
- дергаться στα ελληνικά - κόπανος, τράνταγμα, κλονισμός, τράβηγμα, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, ...
- дирижабль στα ελληνικά - πλοίο, αεροσκάφος, αερόπλοιο, αερόπλοιου, airship, αεροπλοίου
Τυχαίες λέξεις
Ослабевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυδρός, μειώνω, σημαία, μπαϊράκι, κατακεραυνώνω, κοπάζω, βουλιάζω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, λιποθυμώ, κρεμάω, λάβαρο, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Μεταφράσεις: αμυδρός, μειώνω, σημαία, μπαϊράκι, κατακεραυνώνω, κοπάζω, βουλιάζω, αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, λιποθυμώ, κρεμάω, λάβαρο, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει