Осложниться στα ελληνικά

Μετάφραση: осложниться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζω, διανύω, γίνομαι, είμαι, βρίσκομαι, περίπλοκος, πολύπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη
Осложниться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беловатый στα ελληνικά - υπόλευκος, υπόλευκο, λευκωπό, λευκωπή, υπόλευκα
  • бесит στα ελληνικά - Λυσσασμένους
  • диаграммный στα ελληνικά - διαγραμματική, σχηματική, διαγραμματικά, διαγραμματικές, διαγραμματικό
  • естество στα ελληνικά - φύση, ουσία, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
Τυχαίες λέξεις
Осложниться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζω, διανύω, γίνομαι, είμαι, βρίσκομαι, περίπλοκος, πολύπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη