Основополагающий στα ελληνικά
Μετάφραση: основополагающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχέγονος, πρωταρχικός, πρώτος, καρδινάλιος, κεντρικός, πρωτόγονος, ουσιώδης, θεμελιώδης, ηγετικός, πρωτεύουσα, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- берлога στα ελληνικά - σαρκασμός, ντιβάνι, καναπές, ανάκλιντρο, σκάβω, καταγώγιο, λημέρι, ...
- выделать στα ελληνικά - προσκομίζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, παράγω, εξαναγκάζω, Το, ...
- гавана στα ελληνικά - Αβάνα, havana, Αβάνας, της Αβάνας, την Αβάνα
- говорок στα ελληνικά - κορακίστικα, λογοδιάρροια, πατήματος, μοτίβο σχεδίασης, γοργή φλυαρία
Τυχαίες λέξεις
Основополагающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχέγονος, πρωταρχικός, πρώτος, καρδινάλιος, κεντρικός, πρωτόγονος, ουσιώδης, θεμελιώδης, ηγετικός, πρωτεύουσα, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Μεταφράσεις: αρχέγονος, πρωταρχικός, πρώτος, καρδινάλιος, κεντρικός, πρωτόγονος, ουσιώδης, θεμελιώδης, ηγετικός, πρωτεύουσα, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών