Острить στα ελληνικά

Μετάφραση: острить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, λιώνω, αγγαρεία, ακονίζω, τρίζω, αλέθω, καλαμπούρι, εξυπνάδα, ειρωνείας, λέγω εξυπνάδες, ευφυολογία
Острить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боярин στα ελληνικά - Boyar, βογιάρο, βογιάρου, βογιάρους, τους βογιάρους
  • выпад στα ελληνικά - χτυπώ, περνώ, πέρασμα, ώθηση, στενά, σουξέ, κυκλοφορώ, ...
  • гель στα ελληνικά - γέλη, γέλης, πηκτώματος, πηκτής, πήκτωμα
  • гребчиха στα ελληνικά - grebchiha
Τυχαίες λέξεις
Острить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, λιώνω, αγγαρεία, ακονίζω, τρίζω, αλέθω, καλαμπούρι, εξυπνάδα, ειρωνείας, λέγω εξυπνάδες, ευφυολογία