Осуществить στα ελληνικά
Μετάφραση: осуществить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όργανο, άσκηση, πραγματοποιώ, δεσμεύω, κάνω, διαπράττω, υλοποιώ, εκπληρώνω, επιτυγχάνω, εργαλείο, υλοποιούμαι, καταφέρω, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асфальт στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- вставленный στα ελληνικά - παρεμβάλλεται, εισαχθεί, εισάγεται, παρεμβάλλονται, εισάγονται
- втискивать στα ελληνικά - συνωστισμός, στύβω, πατικώνω, στριμώχνω, κολοκύθι, ζουλώ, σφίξιμο, ...
- доплетаться στα ελληνικά - σέρνω, dopletatsya
Τυχαίες λέξεις
Осуществить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όργανο, άσκηση, πραγματοποιώ, δεσμεύω, κάνω, διαπράττω, υλοποιώ, εκπληρώνω, επιτυγχάνω, εργαλείο, υλοποιούμαι, καταφέρω, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Μεταφράσεις: όργανο, άσκηση, πραγματοποιώ, δεσμεύω, κάνω, διαπράττω, υλοποιώ, εκπληρώνω, επιτυγχάνω, εργαλείο, υλοποιούμαι, καταφέρω, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν