Отваливать στα ελληνικά

Μετάφραση: отваливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίξιμο, βολή, επιτελείο, αναβάλλουμε, αναβληθεί, αναβάλλετε, αποθαρρύνεστε, αναβάλει
Отваливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • арестовать στα ελληνικά - φυλακίζω, σουφρώνω, τσιμπώ, προτομή, συλλαμβάνω, πιάνω, σύλληψη, ...
  • барда στα ελληνικά - κόκκος, δημητριακά, σπυρί, σπόροι, κόκκους, κόκκων, κόκκοι
  • варикозный στα ελληνικά - εξωγκόμενος, κιρσώδης, κιρσώδεις, κιρσωδών, κιρσούς
  • дурнота στα ελληνικά - πλήξη, λιποθυμική τάση, τάση για λιποθυμία, faintness, λιποθυμικάς, λιποθυμικών
Τυχαίες λέξεις
Отваливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίξιμο, βολή, επιτελείο, αναβάλλουμε, αναβληθεί, αναβάλλετε, αποθαρρύνεστε, αναβάλει