Отведывать στα ελληνικά
Μετάφραση: отведывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεύση, δοκιμάζω, προσπαθώ, εκδικάζω, δαπάνη, γούστο, κόστος, κοστίζω, γεύομαι, γευτεί, δοκιμάσει, δοκίμασαν, δοκίμασε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бал στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, χορεύω, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, μπάλας
- вакцинальный στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
- девственность στα ελληνικά - αθωότητα, αγνότητα, παρθενιά, παρθενίας, παρθενία, την παρθενιά, την παρθενία
- жмот στα ελληνικά - φιλάργυρος, τσιγκούνη, τσιγκούνης, φιλάργυρο, miser
Τυχαίες λέξεις
Отведывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεύση, δοκιμάζω, προσπαθώ, εκδικάζω, δαπάνη, γούστο, κόστος, κοστίζω, γεύομαι, γευτεί, δοκιμάσει, δοκίμασαν, δοκίμασε
Μεταφράσεις: γεύση, δοκιμάζω, προσπαθώ, εκδικάζω, δαπάνη, γούστο, κόστος, κοστίζω, γεύομαι, γευτεί, δοκιμάσει, δοκίμασαν, δοκίμασε