Отделать στα ελληνικά
Μετάφραση: отделать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαλίζω, κουρεύω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, κέρασμα, θεραπεύω, κλαδεύω, κατεργάζομαι, τέλος, διηγούμαι, τερματισμός, λέω, κερνώ, μεταχειρίζομαι, διαδικασία, τελειώνω, μαρκάρω, να μαρκάρω, κατσαδιάζω, μαρκάρω τους, μαρκάρω το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восьмушка στα ελληνικά - όγδοα, ογδόων, eighths, τρία όγδοα, συν τρία όγδοα
- выясняться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, αναδύομαι, είμαι, αναδύονται, αναδυθεί, προκύπτουν, ...
- дружинник στα ελληνικά - εθελοντής, σωματοφύλακας, druzhinnik
- жизнестойкий στα ελληνικά - σκληρός, δύσκολος, σκληροτράχηλος, ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Отделать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαλίζω, κουρεύω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, κέρασμα, θεραπεύω, κλαδεύω, κατεργάζομαι, τέλος, διηγούμαι, τερματισμός, λέω, κερνώ, μεταχειρίζομαι, διαδικασία, τελειώνω, μαρκάρω, να μαρκάρω, κατσαδιάζω, μαρκάρω τους, μαρκάρω το
Μεταφράσεις: σκαλίζω, κουρεύω, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, κέρασμα, θεραπεύω, κλαδεύω, κατεργάζομαι, τέλος, διηγούμαι, τερματισμός, λέω, κερνώ, μεταχειρίζομαι, διαδικασία, τελειώνω, μαρκάρω, να μαρκάρω, κατσαδιάζω, μαρκάρω τους, μαρκάρω το