Отделить στα ελληνικά
Μετάφραση: отделить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Μεταφράσεις
- аденоиды στα ελληνικά - αδενοειδών εκβλαστήσεων, αδενοειδείς εκβλαστήσεις, των αδενοειδών εκβλαστήσεων, αδενοειδών, αδενοειδείς
- выделяться στα ελληνικά - διαπρέπω, υπερακοντίζω, ξεχωρίζουν, ξεχωρίζει, να ξεχωρίζει, ξεχωρίσει, διακρίνονται
- гериатрия στα ελληνικά - γηριατρική, γηριατρικής, γηριατρικη, τη γηριατρική, της γηριατρικής
- даль στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
Τυχαίες λέξεις
Отделить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Μεταφράσεις: χωριστός, χωρίζω, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή