Отдыхающий στα ελληνικά

Μετάφραση: отдыхающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσωπο, φιλοξενούμενος, άτομο, καλεσμένος, άνθρωπος, τροχόσπιτο, Camper, κατασκηνωτή, κατασκήνωσης, τροχόσπιτα
Отдыхающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алкать στα ελληνικά - καημός, επιθυμία, πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
  • бейсболист στα ελληνικά - ballplayer, επιτύμβιου, ποδοσφαιριστή
  • действовать στα ελληνικά - ορμή, προβαίνω, λειτουργώ, κανόνας, εργαλείο, προχωρώ, δεξίωση, ...
  • диалоговый στα ελληνικά - διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικό, διαδραστικών
Τυχαίες λέξεις
Отдыхающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσωπο, φιλοξενούμενος, άτομο, καλεσμένος, άνθρωπος, τροχόσπιτο, Camper, κατασκηνωτή, κατασκήνωσης, τροχόσπιτα