Откалывать στα ελληνικά
Μετάφραση: откалывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόψιμο, κοπή, τσεκουριά, τεμαχίζω, αποκόβω, κόβω, ξεκαρφιτσώνω, ξεκαρφώνω, ξεκαρφιτσώσετε, ξεκαρφίτσωμα, Ξεκαρφιτσώστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аффриката στα ελληνικά - affricate
- бессильный στα ελληνικά - πλαδαρός, ασθενικός, αδύναμος, ξανθός, χλωμός, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ...
- гальванический στα ελληνικά - γαλβανικός, γαλβανική, γαλβανικής, γαλβανικό, γαλβανικού
- геройство στα ελληνικά - ηρωϊσμός, ηρωισμό, ηρωισμού, τον ηρωισμό, ηρωισμός
Τυχαίες λέξεις
Откалывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, κοπή, τσεκουριά, τεμαχίζω, αποκόβω, κόβω, ξεκαρφιτσώνω, ξεκαρφώνω, ξεκαρφιτσώσετε, ξεκαρφίτσωμα, Ξεκαρφιτσώστε
Μεταφράσεις: κόψιμο, κοπή, τσεκουριά, τεμαχίζω, αποκόβω, κόβω, ξεκαρφιτσώνω, ξεκαρφώνω, ξεκαρφιτσώσετε, ξεκαρφίτσωμα, Ξεκαρφιτσώστε