Отклонить στα ελληνικά
Μετάφραση: отклонить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρασμός, απορρίπτω, κλίνω, παρεκτρέπω, ξεπεσμός, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болячка στα ελληνικά - αλγεινός, πληγή, πόνο, επώδυνο, πόνο στο, ευαίσθητο
- властолюбивый στα ελληνικά - φιλόδοξος, φιλόδοξο, φιλόδοξη, φιλόδοξους, φιλόδοξων
- гальванометр στα ελληνικά - γαλβανόμετρο, γαλβανόμετρου, του γαλβανόμετρου, βελόνας του γαλβανόμετρου, της βελόνας του γαλβανόμετρου
- дефляция στα ελληνικά - κουρδίζω, αιολική, άνεμος, αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Отклонить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρασμός, απορρίπτω, κλίνω, παρεκτρέπω, ξεπεσμός, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Μεταφράσεις: μαρασμός, απορρίπτω, κλίνω, παρεκτρέπω, ξεπεσμός, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει