Отливать στα ελληνικά

Μετάφραση: отливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, βάζω, ρίξιμο, ιδρύω, βρήκα, βολή, επιτελείο, χιμώ, ρίχνω, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Отливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анемометр στα ελληνικά - ανεμόμετρο, αισθητήρα ανέμου, ανεμομέτρου, ανεμόμετρου, αισθητήρας ανέμου
  • бутан στα ελληνικά - βουτάνιο, βουτανίου, βουτανο, το βουτάνιο, βουταν
  • вороватый στα ελληνικά - κλεφτός, ύπουλος, κρυφός, κλεφτικός, κλεπτικός, λωποδυτικός
  • воющий στα ελληνικά - ουρλιαχτό, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, ουρλιάζουν, howling
Τυχαίες λέξεις
Отливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, βάζω, ρίξιμο, ιδρύω, βρήκα, βολή, επιτελείο, χιμώ, ρίχνω, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων