Отнимать στα ελληνικά

Μετάφραση: отнимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστερώ, ληστεύω, δάκρυ, εκπίπτω, σχίζω, ξεγυμνώνω, σκίζω, ξεκόβω, ακρωτηριάζω, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Отнимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсурдный στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ανεκτίμητος, τραγελαφικός, ξεθάβω, παράλογος, τερατώδης, αλλόκοτος, ...
  • апартеид στα ελληνικά - πολιτική φυλετικού διαχωρισμού, απαρτχάιντ, του απαρτχάιντ, το απαρτχάιντ, φυλετικού διαχωρισμού
  • бак στα ελληνικά - δεξαμενή, δοχείο, καυστήρας, καζάνι, δεξαμενής, ρεζερβουάρ, δοχείου
  • беззаботность στα ελληνικά - απροσεξία, απροσεξίας, αμέλεια, αμέλειας, ανεμελιά
Τυχαίες λέξεις
Отнимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστερώ, ληστεύω, δάκρυ, εκπίπτω, σχίζω, ξεγυμνώνω, σκίζω, ξεκόβω, ακρωτηριάζω, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν