Отплывать στα ελληνικά

Μετάφραση: отплывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέω, πανί, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
Отплывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бакенбарды στα ελληνικά - φαβορίτα, γενειά, μουστάκια, ινίδια, τα μουστάκια
  • быстрый στα ελληνικά - σβέλτος, γρήγορα, φωτίζω, εσπευσμένος, εύστροφος, φωτερός, βιαστικός, ...
  • виновник στα ελληνικά - δράστης, φταίχτης, εφευρέτης, συγγραφέας, ένοχος, ένοχο, υπαίτιος, ...
  • влагалище στα ελληνικά - κολεός, κόλπος, κόλπο, κόλπου, του κόλπου, τον κόλπο
Τυχαίες λέξεις
Отплывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέω, πανί, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού