Λέξη: δωσίλογος
Σχετικές λέξεις: δωσίλογος
δοσίλογος δοσίλογος, δοσίλογος λεξικο, δωσίλογος σημασία, δωσίλογος ετυμολογία, δωσίλογος ή δοσίλογος
Μεταφράσεις: δωσίλογος
δωσίλογος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accountable, collaborators
δωσίλογος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
responsable, colaboradores, los colaboradores, colaboradores de, colaboradoras
δωσίλογος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verantwortlich, Mitarbeiter, Mitarbeitern, Kollaborateure, Kollaborateuren, Mitbearbeiter
δωσίλογος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
responsable, collaborateurs, des collaborateurs, les collaborateurs, de collaborateurs, collaborateurs dans
δωσίλογος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
responsabile, collaboratori, i collaboratori, collaboratori nel, dei collaboratori
δωσίλογος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colaboradores, colaboradoras, os colaboradores
δωσίλογος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toerekenbaar, aansprakelijk, verantwoordelijk, collaborateurs, medewerkers, bijdragers, de medewerkers
δωσίλογος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подотчетный, вменяемый, ответственный, объяснимый, учетный, сотрудники, сотрудниками, соавторы, коллеги, коллаборационисты
δωσίλογος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansvarlig, samarbeidspartnere, kollaboratører, medarbeidere, samarbeidspartnerne, kollaboratørene
δωσίλογος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kollaboratörer, medarbetare, samarbetspartners, samarbetspartner, samarbetar
δωσίλογος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastuullinen, yhteistyökumppanit, yhteistyökumppaneita, yhteiskäyttäjiä, yhteiskäyttäjät, yhteiskäyttäjien
δωσίλογος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samarbejdspartnere, medarbejdere, kollaboratører, aktive brugere
δωσίλογος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zodpovědný, odpovědný, spolupracovníci, spolupracovníky, spolupracovníků, spolupracovníkům, kolaboranti
δωσίλογος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpowiedzialny, poczytalny, współpracownicy, współpracowników, współpracownikami, kolaboranci, kolaborantami
δωσίλογος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együttműködők, kollaboránsok, munkatársai, együttműködő, munkatársak
δωσίλογος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sorumlu, işbirlikçiler, işbirlikçileri, ortak çalışanlar, ortak çalışanlarınız, ortak çalışan
δωσίλογος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підзвітний, відповідальний, з'ясовний, співробітники, працівники, співробітників
δωσίλογος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Bashkëpunëtorët, bashkëpunëtorë, bashkëpunëtorëve, bashkëpunëtorët e, bashkëpunëtorëve të
δωσίλογος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сътрудници, сътрудниците, сътрудниците си, сътрудниците на
δωσίλογος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супрацоўнікі
δωσίλογος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastutav, aruandev, kollaborantide, kaastöötajate, koostööd tegevate, kaastöötajad, koostööpartnerid
δωσίλογος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odgovornosti, suradnici, suradnika, suradnicima, suradnike, saradnici
δωσίλογος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samstarfsaðilar, samstarfsmenn, samstarfsaðila, þátttakendum, samstarfsaðilum
δωσίλογος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbiai, bendradarbiams, kolaborantai, bendradarbių, kolaborantų
δωσίλογος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzstrādnieki, līdzstrādniekiem, līdzrediģētāji, kas sadarbojas, līdzstrādnieku
δωσίλογος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соработници, соработниците, на соработниците, соработници на
δωσίλογος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colaboratori, colaboratorii, colaboratorilor, de colaboratori, a colaboratorilor
δωσίλογος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodelavci, sodelavcev, sodelavcem, sodelavca, sodelavce
δωσίλογος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolupracovníci, spolupracovníkmi, kolegovia, spolupracovníkov, spolupracovnici