Отрегулированный στα ελληνικά
Μετάφραση: отрегулированный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιτός, εγκρατής, φειδωλός, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, αναπροσαρμοσμένη, προσαρμοσμένης, προσαρμοσμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ангел στα ελληνικά - πνεύμα, άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
- вегетарианство στα ελληνικά - φυτοφαγία, χορτοφαγία, τη χορτοφαγία, χορτοφαγίας, η χορτοφαγία
- гармонировать στα ελληνικά - συμφωνώ, πηγαίνω, εναρμονίζω, ηχώ, μείγμα, μίγμα, μίγματος, ...
- дисквалификация στα ελληνικά - ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, ανακοπή, αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Отрегулированный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιτός, εγκρατής, φειδωλός, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, αναπροσαρμοσμένη, προσαρμοσμένης, προσαρμοσμένου
Μεταφράσεις: λιτός, εγκρατής, φειδωλός, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, αναπροσαρμοσμένη, προσαρμοσμένης, προσαρμοσμένου