Отрешаться στα ελληνικά
Μετάφραση: отрешаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Μεταφράσεις
- бунт στα ελληνικά - επαναστατώ, εξέγερση, εκδήλωση, επανάσταση, επαναστάτης, ταραχή, ξεσήκωμα, ...
- вклинивать στα ελληνικά - σφήνα, σφήνα στους, βάρη ιδίως, βάρη ιδίως για, βάρη ιδίως για τη
- долото στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
- завершенный στα ελληνικά - ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωσε, ...
Τυχαίες λέξεις
Отрешаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από