Λέξη: ηφαιστειακός

Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός

ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος

Μεταφράσεις: ηφαιστειακός

ηφαιστειακός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
volcanic, volcano, shield volcano

ηφαιστειακός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
volcánico, volcánica, volcánicas, volcánicos, volcánica de

ηφαιστειακός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vulkanisch, Vulkan, vulkanischen, vulkanische, vulkanischer

ηφαιστειακός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volcanique, vulcanien, volcaniques, volcanique de, volcan

ηφαιστειακός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vulcanico, vulcanica, vulcaniche, origine vulcanica, di origine vulcanica

ηφαιστειακός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulcânico, vulcânica, vulcânicas, vulcão, vulcânicos

ηφαιστειακός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vulkanisch, vulkanische, vulkaan, de vulkanische

ηφαιστειακός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бурный, огнедышащий, вулканический, вулканическая, вулканического, вулканической, вулканические

ηφαιστειακός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vulkansk, vulkanske, vulkan

ηφαιστειακός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vulkanisk, vulkaniska, vulkan, vulkaniskt, volcanic

ηφαιστειακός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulivuoren, vulkaanista, vulkaaninen, tuliperäinen, vulkaanisen

ηφαιστειακός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vulkansk, vulkanske, af vulkansk

ηφαιστειακός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sopečný, vulkanický, sopečná, sopečné, vulkanické

ηφαιστειακός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wulkaniczny, wulkaniczne, wulkaniczna, wulkanicznego, wulkanu

ηφαιστειακός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vulkáni, vulkanikus, a vulkáni, vulkánikus, vulkanikus eredetű

ηφαιστειακός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
volkanik, volkan, volkanik bir, bir volkanik

ηφαιστειακός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вулканічний, випаруватися

ηφαιστειακός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vullkanik, vullkanike, vullkanik i, vullkanit, i vullkanit

ηφαιστειακός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вулканичен, вулканична, вулканичната, вулканично, вулканични

ηφαιστειακός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вулканічны, вулканічныя

ηφαιστειακός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lenduma, vulkaaniline, vulkaanilise, vulkaanilised, vulkaanilist, vulkaaniliste

ηφαιστειακός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vulkanski, vulkanska, vulkanske, vulkanskog, vulkanskim

ηφαιστειακός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eldgos, Volcanic, eldfjalla, eldgos í, gosið

ηφαιστειακός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ugnikalnio, vulkaninis, ugnikalnių, vulkaninės, vulkaninių

ηφαιστειακός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vulkāna, vulkānisko, vulkānu, vulkāniskā, vulkāniskās

ηφαιστειακός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вулкански, вулканска, вулканската, вулканскиот, вулканските

ηφαιστειακός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vulcanic, vulcanică, vulcanica, vulcanice

ηφαιστειακός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vulkanski, vulkanskega, vulkanska, vulkanske, vulkanskimi

ηφαιστειακός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vulkanický, sopečný, vulkanického, sopečného, sopečné
Τυχαίες λέξεις