Отряд στα ελληνικά
Μετάφραση: отряд, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, δύναμη, ταξιαρχία, ζουλώ, συνθλίβω, αποκόλληση, παρέα, συμβαλλόμενος, ταινία, βία, συνωστισμός, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аметист στα ελληνικά - αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
- всхлипнуть στα ελληνικά - λυγμός, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
- герой στα ελληνικά - χαρακτήρας, ήρωας, ήρωα, ο ήρωας, ήρωάς, ήρωά
- заводчик στα ελληνικά - κατασκευαστής, κτηνοτρόφος, δημιουργού, δημιουργός, δημιουργό, εκτροφέα
Τυχαίες λέξεις
Отряд στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, δύναμη, ταξιαρχία, ζουλώ, συνθλίβω, αποκόλληση, παρέα, συμβαλλόμενος, ταινία, βία, συνωστισμός, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, δύναμη, ταξιαρχία, ζουλώ, συνθλίβω, αποκόλληση, παρέα, συμβαλλόμενος, ταινία, βία, συνωστισμός, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης