Отсекать στα ελληνικά
Μετάφραση: отсекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, πόρπη, ψαλιδίζω, κουρεύω, κόψιμο, κοπή, συνδετήρας, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баккара στα ελληνικά - Μπακαρά, baccarat, μπακαράδων, μπακαράς, του μπακαρά
- выставление στα ελληνικά - έκθεση, υποψηφιότητα, διορισμό, διορισμού, διορισμός, το διορισμό
- гадолиний στα ελληνικά - γαδολίνιο, γαδολινίου, του γαδολινίου, το γαδολίνιο, με γαδολίνιο
- дубленка στα ελληνικά - παλτό ασκούς, Πέτσινα ημίπαλτα
Τυχαίες λέξεις
Отсекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, πόρπη, ψαλιδίζω, κουρεύω, κόψιμο, κοπή, συνδετήρας, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Μεταφράσεις: κόβω, πόρπη, ψαλιδίζω, κουρεύω, κόψιμο, κοπή, συνδετήρας, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη