Отсохнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: отсохнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, κατακεραυνώνω, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- браковщик στα ελληνικά - ελεγκτής, επιθεωρητής, επόπτης, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
- вытесывать στα ελληνικά - πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
- дегенерат στα ελληνικά - έκφυλος, εκφυλίζομαι, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
- дуэль στα ελληνικά - μονομαχία, αναμέτρηση, μονομαχίας, η μονομαχία, μονομαχία με
Τυχαίες λέξεις
Отсохнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, κατακεραυνώνω, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, κατακεραυνώνω, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει