Отстаивать στα ελληνικά
Μετάφραση: отстаивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπίζω, αμύνομαι, αποκρούω, υποστηρικτής, μάχομαι, προστατεύω, συνηγορώ, διατηρώ, διασώζω, υπερασπιστής, διατείνομαι, αποταμιεύω, εκτός, διεκδικώ, υποστηρίζω, καταπολεμώ, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баптист στα ελληνικά - Προδρόμου, Πρόδρομος, Βαπτιστή, Βαπτιστής, Baptist
- валка στα ελληνικά - κόβω, έπεσα, υλοτόμηση, υλοτομία, κοπή, υλοτόμησης, υλοτομίας
- горкнуть στα ελληνικά - στρίβω, χαλώ, κακομαθαίνω, στροφή, παραχαϊδεύω, σειρά, gorknut
- губка στα ελληνικά - σφουγγάρι, επιτελείο, σπόγγου, σπόγγο, σπόγγος
Τυχαίες λέξεις
Отстаивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπίζω, αμύνομαι, αποκρούω, υποστηρικτής, μάχομαι, προστατεύω, συνηγορώ, διατηρώ, διασώζω, υπερασπιστής, διατείνομαι, αποταμιεύω, εκτός, διεκδικώ, υποστηρίζω, καταπολεμώ, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Μεταφράσεις: υπερασπίζω, αμύνομαι, αποκρούω, υποστηρικτής, μάχομαι, προστατεύω, συνηγορώ, διατηρώ, διασώζω, υπερασπιστής, διατείνομαι, αποταμιεύω, εκτός, διεκδικώ, υποστηρίζω, καταπολεμώ, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση