Отстукивать στα ελληνικά
Μετάφραση: отстукивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τικ, χτυπώ, χτύπημα, κτύπος, κρούω, χτυπήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ацтек στα ελληνικά - Αζτέκων, Aztec, των Αζτέκων, Αζτέκοι
- бизнес στα ελληνικά - δουλειές, υπόθεση, δουλειά, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, ...
- всполошиться στα ελληνικά - βρίσκομαι, είμαι, διανύω, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, ...
- дырка στα ελληνικά - τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας
Τυχαίες λέξεις
Отстукивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τικ, χτυπώ, χτύπημα, κτύπος, κρούω, χτυπήσει
Μεταφράσεις: τικ, χτυπώ, χτύπημα, κτύπος, κρούω, χτυπήσει